κατοχικός

κατοχικός
-ή, -ό [κατοχή]
1. αυτός που αναφέρεται στην περίοδο ξένης κυριαρχίας σε μια χώρα ή έχει συμβεί κατά την περίοδο αυτή
2. αυτός που αναφέρεται στην περίοδο τής κατοχής τής Ελλάδας από τις δυνάμεις τού Άξονα, 1941-1944.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κατοχικός — ή, ό που αναφέρεται στην περίοδο της ξένης κυριαρχίας ύστερα από πόλεμο: Η κατοχική κυβέρνηση είχε υπουργούς δωσίλογους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”